Η ταινία ξεκινά στην ταβέρνα «7 Αδέλφια», όπου δουλεύει ο Θανάσης, προσπαθώντας να προσελκύσει πελάτες, τους ψυχαγωγούσε, ενώ είχε βάλει και διάφορες παγίδες, στα πέριξ. Κατόπιν, η ταινία μεταφέρεται μέσα στην ταβέρνα, όπου, ξεκάθαρα, τα 7 αδέλφια, νιώθουν ευχαρίστηση με την απόδοση του Θανάση, καθώς είναι εργατικότατος. Ο Θανάσης επρόκειτο να παντρευτεί την αδελφή τους, την Ανθούλα. Τις επόμενες μέρες, ο Θανάσης και η Ανθούλα κάνουν τις απαραίτητες προετοιμασίες, για την ημέρα του γάμου τους, αγοράζοντας, κρεβάτι οικιακά είδη κ.λπ.
Την ημέρα του γάμου του όμως, ο Θανάσης, παθαίνει ατύχημα: ενώ ετοιμαζόταν για τον γάμο και έκανε το μπάνιο του, του έπεσε στο κεφάλι ο κουβάς που πέταγε νερό και έπαθε αμνησία. Από εκεί και πέρα ο Θανάσης αρχίζει να γυρίζει αριστερά και δεξιά, ενώ η Ανθούλα τον περίμενε στην εκκλησία. Στην αρχή σφουγγάρισε την ταβέρνα, μετά έκανε κούνια και εν πάση περιπτώσει δεν είχε ιδέα ότι σήμερα θα νυμφευόταν. Ωστόσο, τα αδέλφια και οι συγγενείς της νύφης, έγιναν έξαλλοι, καθώς δεν περίμεναν τέτοια συμπεριφορά από τον Θανάση, που τόσο είχαν εκτιμήσει. Κατόπιν, ο Θανάσης πήγε να φάει, και στην ταβέρνα είχε μία πρώτη αναλαμπή, καθώς νόμισε για λίγο πώς ήταν σερβιτόρος. Στη συγκεκριμένη ταβέρνα θα ξαναγύρναγε, για να δουλέψει.
Το βράδυ του γάμου του έψαχνε κάπου να κοιμηθεί. Αφού τον έδιωξαν από το ξενοδοχείο, καθότι δεν είχε ταυτότητα, βρήκε την ευκαιρία να κοιμηθεί μέσα σε ένα ταξί, στο οποίο ήδη κοιμόταν ο ταξιτζής. Αργότερα, όταν είχε πελάτη ο ταξιτζής, τον είδα και τον πέταξε έξω. Ωστόσο, τον πέταξε έξω από ένα μαγαζί με έπιπλα, και αφού ήταν ανοιχτό μπήκε μέσα και κοιμήθηκε σε ένα κρεβάτι. Ο ιδιοκτήτης όμως του καταστήματος ήταν γνωστός του, αλλά ο Θανάσης δεν τον θυμήθηκε. Αργότερα ήρθε και η αστυνομία καθώς είχε γίνει δημόσιο θέαμα: κοιμόταν με το μαγιό και τον παρακολουθούσαν οι περαστικοί. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος ειδοποίησε τους συγγενείς της νύφης και βρέθηκαν όλοι μαζί στο αστυνομικό τμήμα.
Αφού η αστυνομία δεν μπόρεσε να κάνει κάτι τον πήρανε και πάλι πίσω στην ταβέρνα, όπου τον εξέτασε ένας ιατρός και διαπιστώθηκε πως έπαθε αμνησία. Όμως, ο Θανάσης μπόρεσε να δραπετεύσει παίρνοντας το μούσι του ιατρού και τα ρούχα του. Αργότερα, όπως τον είδα κάποιοι άνθρωποι τον πέρασαν για ιατρό και τον κάλεσαν να σώσει την κόρη του που είχε πιει κινίνο. Αυτή δεν είχε πιει κινίνο, εν τω μεταξύ. Παρόλα αυτά, τους βοήθησε και, αφού δε δέχτηκε λεφτά, κάλεσαν ταξί να τον πάρει. Στο ταξί βρισκόταν ο οδηγός που θα τον πήγαινε στην εκκλησία και αφού ξέφυγε και από αυτόν γύρισε στην ταβέρνα, που είχε την αναλαμπή να δουλέψει. Όμως, τον πέτυχε αυτός ο οδηγός και το είπε στους συγγενείς.
Τέλος, τα 7 αδέλφια και ένας δυναμικός θείος που ήρθε από το χωριό πήγανε να τον απαγάγουν για να παντρευτεί και να ξεπλύνουν τη ντροπή τους. Ο Θανάσης προσπάθησε να δραπετεύσει ξανά τη μέρα του γάμου του, και στην προσπάθεια του να κρυφτεί μπαίνει στα κάρβουνα μαζί με κάτι άλλους αναστενάριδες. Η κάλτσα του πιάνει φωτιά και την πετάει σε ένα σπίτι με αχυρένια σκεπή. Στην προσπάθεια του να ξεφύγει του πέφτει ένα ξύλο στο κεφάλι από το σπίτι που καιγόταν και τα επανήλθε η μνήμη του. Έτσι παντρεύτηκε οικειοθελώς την Ανθούλα. Η ταινία τελειώνει στην ταβέρνα, όπου πια το παντρεμένο ζευγάρι είχε αποκτήσει 6 παιδιά, περιμένοντας μάλιστα και το έβδομο.